Εὐέλπιστος

Εὐέλπιστος
Εὐέλπιστος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευέλπιστος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * εὐέλπιστος, ον (Μ) ο γεμάτος ελπίδα. επίρρ... εὐελπίστως με καλές ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπιστός (< ελπίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Εὐελπίστου — Εὐέλπιστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐελπίστῳ — Εὐέλπιστος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐέλπιστε — Εὐέλπιστος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐέλπιστον — Εὐέλπιστος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευελπιστία — εὐελπιστία, ἡ (Α) [ευέλπιστος] η εμπιστοσύνη («εὐελπιστία περὶ τοῡ μέλλοντος», Επίκ.) …   Dictionary of Greek

  • ευελπιστώ — (Μ εὐελπιστῶ, έω) [ευέλπιστος] τρέφω πολλές ελπίδες, ελπίζω σε κάτι καλό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”